- γραμμή
- η (AM γραμμή)Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβινεοελλ.1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως»)3. έσχατο όριο (πραγματικό ή ιδεατό) μεταξύ δύο εκτάσεων («γραμμή τού ορίζοντα»)4. αξία, ποιότητα («επιστήμονας πρώτης γραμμής»)5. «σιδηροδρομική γραμμή» — διπλή σειρά ράβδων στις οποίες κινούνται τα οχήματα6. «ατμοπλοϊκή γραμμή» — δρομολόγιο ατμόπλοιου7. «τηλεγραφική ή τηλεφωνική γραμμή» — σύρμα μεταβιβάσεως ηλεκτρικού ρεύματος που ενώνει δύο τηλεγραφικούς ή τηλεφωνικούς σταθμούς8. πληθ. οι γραμμέςχαρακτηριστικά μερών ενός όλου9. επίρρ. γραμμήκατά σειρά ή κατευθείαν ή συνεχώςII. φρ. «σε γενικές γραμμές» — περιληπτικάαρχ.-μσν.φρ. «κινῶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον» — δοκιμάζω την τελευταία ευκαιρίαμσν.φρ. «ἀπὸ γραμμῆς πρώτης» — από την πρώτη στιγμήαρχ.1. περίγραμμα2. άκρο3. η βαλβίς, σημείο εκκινήσεως ή τέρματος τού αγώνα4. γραμμή ή τετράγωνο στη σανίδα παιχνιδιού με πεσσούς5. «παίζω διὰ γραμμής» — παίζω διελκυστίνδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.ΠΑΡ. γραμμικόςμσν.γραμμιστόςμσν.- νεοελλ.γραμμίζωνεοελλ.γραμμώνω, γραμμωτός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γραμμοειδής, γραμμοποίκιλτοςνεοελλ.γραμμοάτομο, γραμμογράφος, γραμμοδεσία, γραμμόδεσμο, γραμμοδετώ, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο, γραμμοσκιά, γραμμοσύρτης, γραμμοσχεδίασμα, γραμμόφωνο(Β' συνθετικό, -γραμμή) αρχ. αυτογραμμή, επιγραμμήνεοελλ.κορυφογραμμή, υπογραμμή(Β συνθετικό, -γραμμος) εύγραμμος, ευθύγραμμος, λεπτόγραμμος, παραλληλόγραμμος, ποικιλόγραμμος, πολύγραμμοςαρχ.επίγραμμος, ερυθρόγραμμος, ιθύγραμμος, μελανόγραμμος, μονόγραμμος, ομόγραμμος, πεντέγραμμος, περιφερόγραμμος, τετράγραμμος, χρυσόγραμμοςνεοελλ.άγραμμος, απαλόγραμμος, δίγραμμος, καλλίγραμμος, καμπυλόγραμμος].
Dictionary of Greek. 2013.